ανακρατύνομαι

ανακρατύνομαι
γίνομαι πάλι κραταιός, ανακτώ τη δύναμη μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + κρατύνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις (ανακρατυνόμενος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”